- μορίδιο
- τοβλ. μορίδιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… … Dictionary of Greek
κοιλοβλαστίδιο — το βιολ. στάδιο τής εμβρυϊκής ανάπτυξης που ακολουθεί το μορίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coeloblastula < coelo (πρβλ. κοῖλος) + blast (πρβλ. βλαστός) + λατ. υποκορ. κατάλ. ula, που αποδίδεται με την ίδιον] … Dictionary of Greek
μορίδιος — α, ο (Α μορίδιος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μορίδιο βιολ. η πρώτη εμβρυϊκή μορφή, που αποτελείται από συμπαγή μάζα εμβρυϊκών κυττάρων τα οποία προέρχονται από την αυλάκωση τού γονιμοποιημένου αβγού αρχ. μορόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρος + κατάλ … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek